- πενία
- Μυθολογική προσωποποίηση της φτώχειας. Τη συναντάει κανείς αρχικά στη νήσο Άνδρο. Όταν ο Θεμιστοκλής έφτασε στην Άνδρο, ενώ καταδίωκε τα λείψανα του περσικού στόλου μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ζήτησε από τους Ανδρίους να του δώσουν χρήματα, με την υπόσχεση πως θα τους άφηνε ανενόχλητους. Για να τους πείσει, πρόσθεσε πως έφερε μαζί του δύο σπουδαίους θεούς, την Πειθώ και τη Βία. Τότε οι Άνδριοι αρνήθηκαν να του δώσουν χρήματα, λέγοντας πως κι αυτοί είχαν δύο προστάτες θεούς, την Πενία και την Αμηχανία ή Απορία. Η αποτελεσματική αντίσταση των Ανδρίων ανάγκασε τον Θεμιστοκλή να φύγει άπρακτος από το νησί.
* * *η, ΝΜΑ, ιων. τ. πενίη, Α1. η στέρηση τών αναγκαίων, η ανεπάρκεια τών απαραίτητων πόρων ζωής, ανέχεια, ένδεια, φτώχεια2. η έλλειψη ενός συγκεκριμένου πράγματος, άρα και ανάγκη για το πράγμα αυτόνεοελλ.1. (οικον.) η οικονομική και κοινωνική κατάσταση ατόμων, ομάδων, λαών και γεωγραφικών περιοχών που χαρακτηρίζεται από έλλειψη πόρων, πολύ χαμηλό επίπεδο εισοδήματος και αδυναμία κάλυψης και τών στοιχειωδέστερων ακόμη αναγκών2. φρ. «ευεργέτημα πενίας»(νομ.) η προσωρινή απαλλαγή που παρέχεται με ειδική δικαστική απόφαση σε έναν διάδικο από την υποχρέωση να καταβάλει τα έξοδα μιας δίκης ή διαδικασίας λόγω απορίας του3. παροιμ. φρ. «πενία τέχνας κατεργάζεται» — λέγεται για να δηλώσει το γεγονός ότι οι στερήσεις και οι δυσχερείς περιστάσεις αναγκάζουν τον άνθρωπο να επινοεί διάφορα μέσα προσπορισμού τών αναγκαίων πόρων για την επιβίωσή τουαρχ.1. ως κύριο όν. Πενίαθεότητα προσωποποίησης τής φτώχειας για την οποία αναφέρεται στο πλατωνικό Συμπόσιο ότι ενώθηκε με τον Πόρο και απέκτησε τον Έρωτα2. στον πληθ. αἱ πενίαιοι στερήσεις, οι ελλείψεις σε ό,τι αφορά τα μέσα συντήρησης και επιβίωσης3. φρ. α) «ἐν πενιᾳ εἶναι» — το να ζει κανείς στερημέναβ) «ἐν πενίᾳ γίγνεσθαι» — το να περιπίπτει κανείς στην ένδεια και στη φτώχεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < πένομαι (βλ. και λ. πένομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.